κινουμένων

κινουμένων
κῑνουμένων , κινέω
set in motion
pres part mp fem gen pl (attic epic doric)
κῑνουμένων , κινέω
set in motion
pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • Ντίσνεϊ, Γουόλτ — (Walt Disney, Σικάγο 1901 – Μπέρμπανκ 1966). Αμερικανός δημιουργός κινούμενων σχεδίων και κινηματογραφικός παραγωγός. Αφού άσκησε πρώτα διάφορα επαγγέλματα, παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Τέχνης του Σικάγου και από το 1919 έως το 1922… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μίκι-μάους — το (άκλιτο) 1. έξυπνος μικρός ποντικός που επινοήθηκε και σχεδιάστηκε από τον Αμερικανό κινηματογραφιστή Γουώλτ Ντίσνεϋ και χρησιμοποιήθηκε σε σειρά κινούμενων σχεδίων μικρού μήκους 2. (κατ επέκτ.) κάθε κινηματογραφική προβολή ή ταινία με… …   Dictionary of Greek

  • Κολ, Εμίλ — (Émile Cohl, Παρίσι 1857 – Ορλί 1938). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου σκηνοθέτη και δημιουργού της γαλλικής σχολής κινουμένων σχεδίων Εμίλ Κουρτέ (Émile Courtet). Θεωρείται δίκαια, αν όχι ο επινοητής, οπωσδήποτε ο πρωτοπόρος των κινουμένων… …   Dictionary of Greek

  • Μίκι Μάους — (Mickey Mouse). Ήρωας καρτούν. Ο πλέον διάσημος χαρακτήρας του Γουόλτ Ντίσνεϊ, πρωτοεμφανίστηκε στην κινηματογραφική οθόνη το 1928, στην πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων με ήχο, το Steamboat Willie. Το πρώτο σχέδιο του Μ.Μ. δημιουργήθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • движимыи — (35) прич. страд. наст. 1. Прич. страд. наст. к движати в 1 знач.: и поклонистасѩ ѡба скипетра іс(с)ви не двіжима никим же ЗЦ к. XIV, 36а; Мнѩще иже луну быти богыню прелщаю(т)сѩ видимъ бо движиму нужею и прелагаему. прехо(д)щу ѿ знаме(н)˫а въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Chance (philosophy) — The word chance in philosophy means a complex of causes that produces an indeterministic process with indeterministic effects, therefore not necessary, not deterministic contingency. The ancient concept of chance as not existences of causes is… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”